- στάθμιση
- η1. ζύγισμα.2. αλφάδιασμα.3. αναμέτρηση, υπολογισμός: Είναι δύσκολη η στάθμιση των συνεπειών αυτής της ενέργειας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στάθμιση — η, Ν [σταθμίζω] η στάθμηση … Dictionary of Greek
ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… … Dictionary of Greek
αναμέτρηση — η (Α ἀναμέτρησις) [ἀναμετρῶ] εκτίμηση, στάθμιση, υπολογισμός τής αξίας κάποιου πράγματος νεοελλ. 1. η εκ νέου μέτρηση, ξαναμέτρημα 2. ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, πάλη αρχ. μέτρηση, καταμέτρηση … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
εύσταθμος — εὔσταθμος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει κανονικό, πλήρες βάρος («εὔσταθμα νομίσματα») αρχ. μετρημένος με ακρίβεια. επίρρ... εὐστάθμως (Α) με ακριβή στάθμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σταθμός / σταθμά «βάρος»] … Dictionary of Greek
ζυγιά — η 1. (για πρόσ.) ζεύγος, ζευγάρι 2. ζεύγος μουσικών οργάνων ή ζεύγος παικτών μουσικών οργάνων, π.χ., βιολιού και λαγούτου («στο γάμο του είχε πέντε ζυγιές λαλούμενα») 4. στάθμιση, ζύγισμα, ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζυγ τού ζυγός + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
ζύγιασμα — το (Μ ζύγιασμα) [ζυγιάζω] 1. ζύγισμα, στάθμιση 2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... τό ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.) 3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών 4. μτφ. (ιδίως για… … Dictionary of Greek
ζύγισμα — και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) [ζυγίζω] 1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση τού βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά 2. ευθυγράμμιση 3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας 4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα,… … Dictionary of Greek